σκούφος — ο (λ. ιταλ.), κάλυμμα της κεφαλής από ύφασμα ή πλεκτό: Φοράει το χειμώνα σκούφο, για να μην κρυώνει το κεφάλι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκούφος, Φιλόθεος — Έλληνας ζωγράφος (Χανιά ; Ζάκυνθος 1685). Μοναχός και ηγούμενος της Μονής Χρυσοπηγής, στα Χανιά, μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645) κατάληξε στη Βενετία, όπου υπηρέτησε ως εφημέριος του Άγιου Γεώργιου των Ελλήνων (1655… … Dictionary of Greek
Σκούφος, Φραγκίσκος — Δάσκαλος, λόγιος κι ένας από τους λαμπρότερους ρήτορες των χρόνων της τουρκοκρατίας (Χανιά 1644 Ζάκυνθος 1697). Μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645), η οικογένεια του, μαζί με το θείο του και επιφανή ζωγράφο Φιλόθεο Σκούφο,… … Dictionary of Greek
Michel Lassithiotakis — (* 1955) (griechisch Μιχαήλ Λασιθιοτάκης) ist ein französischer Neogräzist und Professor für Neugriechische Sprache und Literatur an der Universität Genf. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Forschungsschwerpunkte 3 Schriften … Deutsch Wikipedia
κούκα — η (Μ κούκα) είδος καλύμματος τού κεφαλιού, κούκος, σκούφος νεοελλ. 1. το κεφάλι 2. ο νους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. καύκαλο, καυκί. Ο τ. με σημ. «σκούφος» πιθ. < κουκούλα» < cuculla] … Dictionary of Greek
σκουφάκι — το, Ν [σκούφος] 1. μικρός σκούφος 2. μικρό σκουφί για παιδιά, η σκούφια … Dictionary of Greek
σκουφί — το, Ν [σκούφος / σκούφια] 1. μικρός σκούφος 2. η σκούφια … Dictionary of Greek
σκούφια — η, Ν 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, σκούφος 2. ειδικός σκούφος για βρέφη 3. λοφίο από φτερά που υπάρχει στο κεφάλι μερικών πτηνών 4. φρ. α) «βγάλε την σκούφια σου και χτύπα με» λέγεται για εκείνους που ονειδίζουν τις πράξεις άλλων, στις οποίες όμως και … Dictionary of Greek
φέσι — το (λ. τουρκ.) 1. μάλλινος σκούφος χωρίς γύρο, συνήθως κόκκινος, με ή χωρίς φούντα, που τον φορούν οι ανατολίτες μουσουλμάνοι. 2. όμοιος σκούφος των Ελλήνων ευζώνων. 3. μτφ., ο πολύ μεθυσμένος: Έγιναν φέσι απ την πολλή ρετσίνα. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek … Wikipedia